οφθαλμιατρικός

οφθαλμιατρικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική τών οφθαλμών («οφθαλμιατρική κλινική»)
2. το θηλ. ως ουσ. η οφθαλμιατρική
κλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη τής λειτουργίας και τών παθήσεων τού ματιού καθώς και με τη θεραπεία τών παθήσεων αυτών, αλλ. οφθαλμολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμίατρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Α. Αναγνωστάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οφθαλμιατρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική των ματιών. 2. ως ουσ., οφθαλμιατρική, η κλάδος της ιατρικής, για τα μάτια, αλλ. οφθαλμολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”